- φαυλόβιος
- -α, -οαυτός που ζει βίο φαύλο (βλ. λ.), που ζει αισχρά, ο ηθικά διεφθαρμένος: Οι άνθρωποι του υποκόσμου είναι φαυλόβιοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαυλόβιος — α, ο / φαυλόβιος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που διάγει φαύλο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek
φαυλόβιον — φαυλόβιος living disreputably masc/fem acc sg φαυλόβιος living disreputably neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… … Dictionary of Greek